επεγκαλώ

επεγκαλώ
ἐπεγκαλῶ, -έω (Α) [εγκαλώ]
κατηγορώ, εγκαλώ, εκφέρω κατηγορία εναντίον κάποιου («πάρεισι μὲν γὰρ οἷς ἐπεγκαλώ», Λυσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπεγκαλῶ — ἐπεγκαλέω bring a charge against pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπεγκαλέω bring a charge against pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”